τοιχοκόλλημα

τοιχοκόλλημα
το, Ν
1. καθετί που τοιχοκολλάται και, ιδίως, γραπτή ή έντυπη γνωστοποίηση ή διαφήμιση
2. η τοιχοκόλληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοιχοκόλλημα — το, ατος ό,τι τοιχοκολλιέται, τοιχοκόλληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”